- πίπτω
- ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Αρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ.β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ'», Ευρ).νεοελλ.(η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντεςοι νεκροί σε πεδία μαχών («το μνημείο τών πεσόντων»)μσν.-αρχ.1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα προκειμένου να παρακαλέσω κάποιον («βρέτη πεσούσας πρός... θεῶν αὔειν», Αισχύλ.)2. (σε μάχη) σωριάζομαι νεκρός, σκοτώνομαι («οἱ πρῶτοι καὶ ἄριστοι ἐνταῡθα ἔπεσον ὑπὸ Ἀθηναίων», Ηρόδ.)3. κατακρημνίζομαι, καταρρέω4. (για πόλεις, φρούρια, οχυρές θέσεις) κυριεύομαι με έφοδο, καταλαμβάνομαι («ἐπεὶ Φρυγῶν πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῑν», Ευρ.)5. περιέρχομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη, καταντώ («ἐς κακότητα πεσεῑν», Θέογν.)6. ανήκω, αναλογώ σε κάποιον («παρὰ τούτων τῶν πόλεων... ἑκατὸν... τάλαντα τῷ δήμῳ πρόσοδος ἔπιπτε», Πολ.)7. (για ημερομηνία, χρονική περίοδο) περιλαμβάνομαι, συμπτίπτω («πίπτει δὲ κατὰ την ἐνάτην καὶ εἰκοστὴν πρὸς ταῑς ἑκατὸν ὀλυμπιάδα», Πολ.)8. μτφ. περιπίπτω σε αμαρτίεςαρχ.1. ρίχνομαι σε κάτι με ορμή, εισορμώ2. ορμώ εναντίον κάποιου, εφορμώ, επιτίθεμαι3. (για δέντρα ή στάχια) ρίχνομαι στο έδαφος μετά από κοπή ή θερισμό («δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον», Ομ. Ιλ.)4. (για φυσικά φαινόμενα, όπως άνεμο ή τρικυμία) κοπάζω, εξασθενώ5. αποτυγχάνω6. λαμβάνω έκβαση, αποβαίνω («λόγων κορυφαὶ ἐν άλαθεία πετοῑσαι», Πίνδ.)7. καταβάλλω χρήματα, πληρώνω8. ανήκω σε μια τάξη, υπάγομαι («ἐπὶ τὴν αὐτὴν ἐπιστήμην πίπτειν», Αριστοτ.)9. (για κλήρο) τυχαίνω10. μτφ. α) ερειπώνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι («μέγαν δόμον, δοκοῡντα κάρτα νῡν πεπτωκέναι», Αισχύλ.)β) μετριάζομαι ή εκλείπω («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.)11. σχετίζομαι με κάτι, αφορώ («τὸ γὰρ ἐπιθυμῆσαι οὐχὶ ἐπὶ τῶν παρόντων καὶ ὑποκειμένων ἐν ἐξουσίᾳ πίπτει», Μεθόδ.)12. (η μτχ. αρσ. πληθ. παρακμ.) οἱ πεπτωκότεςοι πεσόντες, αυτοί που έπεσαν νεκροί σε μάχη13. φρ. α) «πίπτω ἐπὶ τι»(για καθέτους ή τμήματα, μέρη εφαπτόμενων σχημάτων) πέφτω επάνωβ) «πίπτω ἐπὶ τι» και «πίπτω ποτί τι»(γεωμ.) συναντώ, τέμνωγ) «πίπτω διά τινος» και «πίπτω κατά τίνος» και «πίπτω ἐπὶ τι κατά τινα» διέρχομαιδ) «ἐς γόνατα πίπτω»(για παλαιστή) γονατίζωε) «πίπτω ἔκ τίνος»i) χάνω κάτιii) απαλλάσσομαι από κάτιστ) «πίπτω, ἐν ὕπνῳ» ή «πίπτω εἰς ὕπνον» — αποκοιμώμαιζ) «πίπτω εἰς εὐνήν» — ξαπλώνω στο κρεβάτι, κατακλίνομαιη) «πίπτω εἰς [ἰατρικὴν] χρῆσιν» — χρησιμοποιούμαι από τους γιατρούςθ) «πίπτω ὑπ' αἴσθησιν» — γίνομαι αισθητόςι) «πίπτει ὑπὸ ὄνομα» — μπορεί να ονομαστείια) «πίπτω μετὰ ποσσὶ γυναικός» — γεννιέμαιιβ) «εὖ πίπτω»(για ζάρια πεσσούς, όστρακα) είμαι τυχερός, βγαίνω τυχερός.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πί-πτ-ω ανάγεται στη μονοσύλλαβη μορφή *pet- τής ΙΕ ρίζας *petā-/petә- «πετώ, πέφτω» (πρβλ. αρχ. ινδ. patati «πετώ, πέφτω, επείγομαι», βλ. πέτομαι) με μηδενισμένο φωνήεν και ενεστωτικό διπλασιασμό πι- (πρβλ. μένω: μί-μν-ω, έχω: ίσχω) με μακρό -ῑ- αναλογικά προς το ρ. ῥῑπτω. Αντίθετα, στην απαθή βαθμίδα τής ρίζας ανάγεται ο αόρ. ἔ-πετ-ον (πρβλ. γίγνομαι: εγενόμην, τίκτω: έτεκον). Στην ιων. αττ., ωστόσο, εμφανίζονται συχνότερα οι τ. μέλλ. και αορ. πεσοῦμαι και ἔπεσον, που γεννούν προβλήματα ως προς την προέλευση τού -σ- από τους αρχικούς τ. με -τ-. Κατά μία άποψη, ο αόρ. ἔπεσον σχηματίστηκε κατ' επίδραση τών σιγματικών αορ., ενώ, κατ' άλλη άποψη, μάλλον πιθανότερη, ο μέλλ. πεσέομαι προήλθε από τον αμάρτυρο *πετέομαι (με καταχρηστική συριστικοποίηση τού -τ-) και είλκυσε στον σχηματισμό του και τον αόρ. ἔπετον. Ο παρακμ. πέ-πτω-κα ανάγεται στη δισύλλαβη μορφή τής ρίζας με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. ἔγνωκα) και επίσης οι τ.: πτῶμα, πτῶσις, πτωτός. Στη δισύλλαβη ρίζα με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν ανάγεται ο τ. μτχ. παρακμ. πε-πτη-ώς (πρβλ. πτήσσω), από όπου ο ομηρ. τ. πεπτεώς. Στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής μονοσύλλαβης ρίζας ποτ- ανάγεται η λ. πότ-μος*. Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγονται και οι λ. πτερόν*, πτέρυξ* και πιθ. το πίτυλος*. Το ρ. πίπτω εμφανίζεται ως β' συνθετικό με τη μορφή -πετής (πρβλ. δυσ-πετής, ευ-πετής, περι-πετής, γονυ-πετής, δορι-πετής). Τα σύνθ. αυτά πρέπει να διακριθούν από τα ομώνυμα σύνθ. σε -πετής που ανάγονται στο ρ. πέτομαι, όπως και από ελάχιστα σύνθ. σε -πετής που ανάγονται στο ρ. πετάννυμι (βλ. λ. πέτομαι). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. πέφτω*.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εκπίπτω, εμπίπτω, επαναπίπτω, επιπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, παραπίπτω, παρεμπίπτω, περιπίπτω, προσπίπτω, συμπίπτω, υποπίπτωαρχ.αμφιπίπτω, αναπίπτω, αντεμπίπτω, αντιπίπτω, αποπίπτω, διαπίπτω, διεκπίπτω, διεμπίπτω, εγκαταπίπτω, εισπίπτω, εκπαραπίπτω, εκπροπίπτω, εμπεριπίπτω, επεισπίπτω, επεμπίπτω, επικαταπίπτω, επιπροπίπτω, επισυμπίπτω, μετεμπίπτω, παραναπίπτω, παρεισπίπτω, παρεκπίπτω, περικαταπίπτω, προαναπίπτω, προαποπίπτω, προδιαπίπτω, προεκπίπτω, προεμπίπτω, προκαταπίπτω, προπίπτω, προσαναπίπτω, προσεκπίπτω, προσεμπίπτω, συγκαταπίπτω, συμμεταπίπτω, συμπαραπίπτω, συμπεριπίπτω, συμπροπίπτω, συμπροσπίπτω, συναναπίπτω, συναποπίπτω, συνδιαπίπτω, συνδιεκπίπτω, συνεισπίπτω, συνεκπίπτω, συνεμπίπτω, συνεπεισπίπτω, συνυποπίπτω, υπεκπίπτω, υπερεκπίπτω, υπερπίπτω, υποκαταπίπτω].
Dictionary of Greek. 2013.